- σελαηγενέτης
- σελᾰη-γενέτης, ου, ὁ,A father of light, of Apollo, AP9.525.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελαηγενέτης — ὁ, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που γεννάει το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν τ. < σέλας + γενέτης (< γίγνομαι), πρβλ. πυρο γενέτης, με δυσερμήνευτο η ] … Dictionary of Greek
σελαηγενέτην — σελαηγενέτης father of light masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)